- θύελλ'
- θύελλα , θύελλαhurricanefem nom/voc sgθύελλαι , θύελλαhurricanefem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιμαντώδης — ἱμαντώδης, ες (Α) 1. α) αυτός που μοιάζει με ιμάντα, με λουρί, ο στερεός και ευλύγιστος β) αυτός που μοιάζει με σχοινί 2. (για αθλητές) νευρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + ώδης (πρβλ. θυελλ ώδης, ογκ ώδης)] … Dictionary of Greek
καλαμώδης — ες (AM καλαμώδης, ες) (για τόπους) κατάφυτος με καλάμια νεοελλ. 1. όμοιος με καλάμι, καλαμοειδής 2. φρ. «καλαμώδη φυτά» τα φυτά που έχουν ξυλώδη και με γόνατα (κόμπους) βλαστό, ο οποίος μοιάζει με στέλεχος τού καλαμιού, όπως τα σιτηρά κ.ά.… … Dictionary of Greek
καλυκώδης — καλυκώδης, ες (Α) όμοιος με κάλυκα άνθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + ώδης (πρβλ. θυελλ ώδης, κυματ ώδης)] … Dictionary of Greek
καρυώδης — καρυώδης, ῶδες (Α) αυτός που μοιάζει με κάρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ώδης (πρβλ. θυελλ ώδης, ονειρ ώδης)] … Dictionary of Greek